βαθύζωνος

βαθύζωνος
βᾰθύζωνος, -ον
1 low waisted, with dress bound low σὺν βαθυζώνοιο διδύμοις παισὶ Λήδας (Pauw: -ζώνου codd.) O. 3.35

σὺν βαθυζώνοισιν Χαρίτεσσι P. 9.2

βαθύζωνοι κόραι χρυσοπέπλου Μναμοσύνας the Muses I. 6.74 βαθύζωνόν τε Λατώ fr. 89a. 2.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βαθύζωνος — deep girded masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθύζωνος — (Α βαθύζωνος, ον) (για γυναίκα) χαμηλά ζωσμένη, με τη ζώνη χαμηλά, στη μέση …   Dictionary of Greek

  • βαθύζωνος — η, ο εκείνος που έχει χαμηλά τη ζώνη: Το άγαλμα στην πλατεία παρασταίνει μια βαθύζωνη κόρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαθύζωνον — βαθύζωνος deep girded masc/fem acc sg βαθύζωνος deep girded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυζώνοιο — βαθύζωνος deep girded masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυζώνοις — βαθύζωνος deep girded masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυζώνοισιν — βαθύζωνος deep girded masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυζώνου — βαθύζωνος deep girded masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυζώνους — βαθύζωνος deep girded masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυζώνων — βαθύζωνος deep girded masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυζώνῳ — βαθύζωνος deep girded masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”